Σκαρφαλωμένα στο σκληρό βράχο τα ασηταριά-αητοφωλιές φέρνουν τους γεροντάδες μαχητές μπρος στην Πόρτα του Υψίστου... Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα "νησί" όπου ζούσαν η Ευτυχία,η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη, ο Πλούτος, η Αλαζονεία και οι "άλλοι". Μια μέρα έμαθαν ότι το "νησί" θα βούλιαζε και όλοι πήγαν στις "βάρκες" τους και άρχισαν να φεύγουν. Η ΑΓΑΠΗ ήταν η μόνη που έμεινε πίσω.Ήθελε να είναι εκεί μέχρι την τελευταία στιγμή.
Όταν το "νησί" άρχισε να βουλιάζει η ΑΓΑΠΗ ζήτησε βοήθεια. Βλέπει τον ΠΛΟΥΤΟ και του λέει: "Μπορείς να με πάρεις μαζί σου;" "Όχι,δε μπορώ.Έχω χρυσάφι και ασήμι στη βάρκα μου και δεν έχω χώρο". Δίπλα περνούσε η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ. "Σε παρακαλώ,βοήθησέ με", της είπε η ΑΓΑΠΗ. "Δε μπορώ.Είσαι βρεγμένη και θα μου λερώσεις την όμορφη βάρκα μου". Τελευταία πέρασε η ΕΥΤΥΧΙΑ, αλλά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε άκουσε την ΑΓΑΠΗ να ζητάει βοήθεια.
Όταν το "νησί" άρχισε να βουλιάζει η ΑΓΑΠΗ ζήτησε βοήθεια. Βλέπει τον ΠΛΟΥΤΟ και του λέει: "Μπορείς να με πάρεις μαζί σου;" "Όχι,δε μπορώ.Έχω χρυσάφι και ασήμι στη βάρκα μου και δεν έχω χώρο". Δίπλα περνούσε η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ. "Σε παρακαλώ,βοήθησέ με", της είπε η ΑΓΑΠΗ. "Δε μπορώ.Είσαι βρεγμένη και θα μου λερώσεις την όμορφη βάρκα μου". Τελευταία πέρασε η ΕΥΤΥΧΙΑ, αλλά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε άκουσε την ΑΓΑΠΗ να ζητάει βοήθεια.
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή από έναν ηλικιωμένο κύριο που η ΑΓΑΠΗ δεν γνώριζε. "Έλα εδώ,θα σε πάρω εγώ μαζί μου", της είπε. Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε βιαστικά και η ΑΓΑΠΗ δεν πρόλαβε να τον ευχαριστήσει. "Γνώση, ποιος με βοήθησε;" ρώτησε η ΑΓΑΠΗ. "Ο ΧΡΟΝΟΣ", της απάντησε η ΓΝΩΣΗ. "Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;" ξαναρώτησε η ΑΓΑΠΗ. Τότε η ΓΝΩΣΗ χαμογέλασε και της είπε:
"Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει στη ζωή η ΑΓΑΠΗ".