Συμεών ο Νέος Θεολόγος http://www.myriobiblos.gr
ΚΑΠΟΙΑ νύχτα λοιπόν, που έλεγε το «Ο Θεός ιλασθήτι μοι τω αμαρτωλώ» με τον νου μάλλον παρά με τα χείλη, φάνηκε ξαφνικά από ψηλά πλούσια θεία έλαμψη και γέμισε όλος ο τόπος. Μόλις έγινε αυτό, ο νέος δεν καταλάβαινε πια αν βρισκόταν μέσα σε σπίτι και κάτω από στέγη. Φως μόνο έβλεπε παντού και δεν αισθανόταν καν αν πατούσε στη γη, αλλ' ούτε φοβόταν μήπως πέσει. Δεν σκεπτόταν καθόλου τον κόσμο ούτε του άγγιζε τον λογισμό τίποτε απ' όσα πειράζουν τους ανθρώπους που φορούν σάρκα. Ήταν όλος μέσα σ' ένα άϋλο φως και νόμιζε πως έγινε κι ο ίδιος φως. Λησμόνησε όλο τον κόσμο, ενω πλημμύρισε από δάκρυα ανέκφραστης χαράς και αγαλλιάσεως. Έπειτα ο νους του ανέβηκε στον ουρανό και είδε άλλο φως λαμπρότερο απ' το πρώτο.
Κοντά σ' αυτό το φως βλέπει με έκπληξη να στέκεται εκείνος ο άγιος και ισάγγελος γέροντας, που του έδωσε τον κανόνα και το βιβλίο.Ακούγοντάς το εγώ αυτό, σκέφτηκα ότι η πρεσβεία του αγίου εκείνου είχε συνεργήσει πολύ, ώστε να αξιωθεί ο νέος τέτοιας ελλάμψεως και ότι έτσι τα οικονόμησε ο Θεός για να του φανερώσει σε ποιό ύψος αρετής είχε φθάσει ο άγιος γέροντάς του.Όταν πέρασε η θεωρία και ήρθε πάλιν στον εαυτό του, τον συνείχε χαρά και έκπληξη και δάκρυα ανέβλυζαν από την καρδιά του γεμάτα γλυκύτητα. Τέλος ξάπλωσε στο κρεβάτι του, ενώ εκείνη την ώρα λάλησε ο πετεινός φανερώνοντας ότι είναι μεσάνυχτα.
Μετά από λίγο εκκλησίες σήμαναν τον Όρθρο. Κι αυτός σηκώθηκε να ψάλλει κατά τη συνήθειά του, χωρίς να έχει ούτε καν έννοια για ύπνο εκείνη τη νύχτα.Αυτά έγιναν με τη θέληση και την απόλυτη κρίση του Θεού, χωρίς ο νέος να κάνει τίποτα περισσότερο, παρά μόνο όσα ακούσατε, με ορθή πίστη και αδίστακτη ελπίδα.
Ας μην πει λοιπόν κανείς ότι έπραξε αυτά δοκιμαστικώς. Κάτι τέτοιο ούτε καν από το λογισμό του πέρασε -γιατί αυτός που δοκιμάζει και εκπειράζει, πίστη δεν έχει αποκτήσει- αλλά απορρίπτοντας κάθε άλλη εμπαθή και φιλήδονη έννοια φρόντιζε, όπως με βεβαίωνε, μόνο για όσα του έλεγε η συνείδηση, ώστε ήταν σαν νεκρός για τα αισθητά πράγματα του βίου κι ούτε καν την τροφή και το νερό επιζητούσε συχνά και ενήδονα.