Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

I.M.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΩΡΟΣ Μάιος 1998

Ανέβηκε κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο του Αββά Σιλουανού. Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζονται εντατικά, είπε στον Γέροντα κάπως υπεροπτικά:
-Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν. «Μαρία γαρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο». (Λουκ. ι', 42) -
Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε απόκριση. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήσει τον ξένο σ' ένα αδειανό κελλί και να του δώσει ένα βιβλίο να διαβάσει.
Διάβασε αρκετά, κλεισμένος στο κελλί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται και να πεινά.
Όταν έφτασε η ενάτη,έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανεί κανένας να τον προσκαλέσει για φαγητό. Μα, σαν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε να πάει μόνος να εξετάσει. Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζει.
-Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά; τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον βασάνιζε η πείνα. -Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας. -Και πώς έγινε να λησμονήσετε να φωνάξετε κι εμένα; -Μα εσύ, τέκνον μου, είπε με απλότητα ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν έχεις ανάγκη από υλική τροφή. Εμείς που έχουμε σάρκα, χρειαζόμαστε τροφή και γι' αυτό το λόγο αναγκαζόμαστε ν' ασχολούμεθα και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλέξει την «αγαθή μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.
Ο μοναχός κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρηση από το Γέροντα. -Μάθε, τέκνον μου, του είπε ο σοφός Αββάς, πως κι η Μαρία είχε ανάγκη από τη Μάρθα και δια μέσου εκείνης εγκωμιάστηκε αυτή.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

ΚΑΡΥΕΣ - Μάιος 1997

Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών, αινείτε αυτόν εν τοις ύψίστοις· σοι πρέπει ύμνος τω Θεώ. Αινείτε αυτόν, πάντες οι άγγελοι αυτού· αινείτε αυτόν πάσαι αι δυνάμεις αυτού· σοι πρέπει ύμνος τω Θεώ.
Αινείτε αυτόν, ήλιος και σελήνη· αινείτε αυτόν, πάντα τα άστρα και το φως.
Αινείτε αυτόν, οι ουρανοί των ουρανών, και τω ύδωρ το υπεράνω των ουρανών· αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου.
Ότι αυτός είπε, και εγεννήθησαν αυτός ενετείλατο, και εκτίσθησαν.

Έστησεν αυτά εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος· πρόσταγμα έθετο, και ου παρελεύσεται.
Αινείτε τον Κύριον εκ της γης, δράκοντες και πάσαι άβυσσοι.
Πυρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τα ποιούντα τον λόγον αυτού.
Τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι.
Τα θηρία και πάντα τα κτήνη, ερπετά και πετεινά πτερωτά.
Βασιλείς της γης και πάντες λαοί, άρχοντες και πάντες κριταί γης.
Νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων, αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου, ότι υψώθη το όνομα αυτού

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

ΚΑΡΥΕΣ - Πρωτάτο- Μάιος 1997

Ένας πολύ ταπεινός σε κάποιο Κοινόβιο, ακολουθώντας πιστά την προτροπή του αποστόλου, «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε», όταν έσφαλλε κανένας από τους Μοναχούς, έπαιρνε αυτός την ευθύνη, κατηγορούσε τον εαυτό του και δεχόταν

ευχαρίστως τις τιμωρίες που του επέβαλλαν.Μερικοί Καλόγεροι όμως που δεν έβλεπαν την αρετή του αδελφού, αλλά κάποια αδεξιότητα που είχε στο εργόχειρο – ήταν λίγο αργός- , τον κατηγορούσαν συχνά και έλεγαν μεταξύ τους: -Κοίταξε κει πόσα σφάλματα κάνει διαρκώς
και για τίποτα δεν είναι ικανός.

Ο Ηγούμενος όμως, που ήξερε καλά πόσο ενάρετος ήταν ο αδελφός, έλεγε σ’ εκείνους που τον κατηγορούσαν:
-Προτιμώ ένα δικό του ψαθί, πλεγμένο με ταπεινοσύνη, από όσα φτιάχνετε εσείς με υπερηφάνεια.
Μια μέρα, που έπιασε πάλι ο Ηγούμενος τους καλογήρους να κατακρίνουν τον αδελφό για την αδεξιότητά του, πήρε από τα χέρια τους τα καλάθια που έπλεκαν και τα πέταξε στη φωτιά, που ήταν αναμμένη στη μέση της αυλής. Πέταξε μαζί και το καλάθι του ταπεινού αδελφού. Όλων των άλλων έγιναν σε λίγο στάχτη, το δικό του βγήκε ακέραιο από τη φωτιά.
Βλέποντας αυτό το θαύμα οι φιλοκατήγοροι καλόγεροι, έβαλαν μετάνοια στον αδελφό και του ζήτησαν συγγνώμη. Από τότε τον τιμούσαν σαν πνευματικό Πατέρα.

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΑΠΟ ΙΒΗΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΡΥΕΣ ΜΆΙΟΣ 1997

Ακούγοντας ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωϋσέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίσει από κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την
ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από κει. Οι ξένοι, που δεν τον γνώριζαν, τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν να τους δείξει την καλύβα του Αββά Μωϋσέως.
-Τι γυρεύετε απ’ αυτόν; έκανε μ’ αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός. Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς: -Κάτω στην πόλη λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι’ αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ’ ένα Καλόγερο κι έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο. -Τι άνθρωπος ήταν αυτός, ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήσει έτσι για τον Άγιο. -Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα. Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους. -Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής. Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλη ωφελημένος.

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Ι.Μ.ΙΒΗΡΩΝ -ΜΑΙΟΣ 1997

Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ενός Μοναστηριού που είχε ιδρύσει ο Άγιος Επιφάνιος, ο Επίσκοπος Κύπρου, επισκέφθηκε κάποτε τον Άγιο και του είπε με κάποια ικανοποίηση:
- Με την ευχή σου, Δέσποτα, δεν παραμελούμε τον κανόνα της προσευχής που μας έδωσες. Διαβάζομε με προθυμία την πρώτη ώρα, την Τρίτη, την έκτη και την ενάτη.
- Και τις άλλες ώρες τί κάνετε; Ρώτησε με έκπληξη ο Άγιος Ιεράρχης. Δεν ασχολείσθε με την προσευχή;
Τότε δεν είσθε Μοναχοί.
Και βλέποντας την απορία του Ηγουμένου, εξήγησε:
- Εκείνος που ανήκει στην τάξι του Μοναχού έχει καθήκον ν’ ασχολήται διαρκώς με την προσευχή και την ψαλμωδία. Ο προφήτης Δαυίδ, αν και βασιλιάς μαζί και πολεμιστής, το βράδυ προσευχόταν, τα μεσάνυχτα σηκωνόταν από το στρώμα του – το ομολογεί ο ίδιος – για να δοξολογήσει μαζί με τους Αγγέλους το Θεό.
Πριν από τα ξημερώματα τον βρίσκομε ακόμη να δέεται. Μόλις ξημέρωνε, ύψωνε την καρδιά του για να ευχαριστήση τον Πλάστη του. Το πρωί παρακαλούσε και πάλι, το μεσημέρι και το βράδυ έκλινε το γόνυ για να ικετεύση τον Θεόν. Γι’ αυτό μας βεβαιώνει πως επτά φορές την ημέρα αινούσε τον Κύριο.